- λυκοψία
- λῠκοψία, ἡ, (ὄψις)A = λυκόφως, Lyc.1432.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυκοψία — λυκοψίᾱ , λυκοψία fem nom/voc/acc dual λυκοψίᾱ , λυκοψία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοψία — λυκοψία, ἡ (Α) το λυκόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα» + οψία (< ὄψις < ὄπωπα), πρβλ. αυτ οψία, υπερ οψία] … Dictionary of Greek
λυκοψίαν — λυκοψίᾱν , λυκοψία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)